- μετεωριστής
- μετεωριστής, ὁ (Α) [μετεωρίζω]ίππος που πηδά με υπερηφάνεια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μετεωριστής — prancer masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πεδαωριστής — και πεδωριστής και πιθ. τ. πεδαοριστής, ὁ, Α (αιολ. ή δωρ. τ.) (κατά τον Ησύχ.) ίππος που πηδά με υπερηφάνεια, μετεωριστής*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αιολ. ή δωρ. τ. τού μετεωριστής με αντικατάσταση τού μετά από πεδά*] … Dictionary of Greek